- διαφημιστικός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη διαφήμιση: Η διαφημιστική εκστρατεία της εταιρείας είχε μεγάλη επιτυχία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
διαφημιστικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διαφήμιση, ο κατάλληλος για διαφήμιση («διαφημιστική καμπάνια ή προβολή») … Dictionary of Greek